- λιθοτόμιον
- λῐθοτόμ-ιον, τό,A = λιθοτόμον 11.b, Hermes 38.282.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιθοτόμιον — λιθοτόμιον, τὸ (Α) το χειρουργικό εργαλείο λιθοτόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοτόμον, χειρουργικό εργαλείο (βλ. λιθοτόμος)] … Dictionary of Greek